αποθηλασμός

αποθηλασμός
ο (Α ἀποθηλασμός)
νεοελλ.
απογαλακτισμός, διακοπή του θηλασμού
αρχ.
ο θηλασμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αποθηλασμός — ο ο τερματισμός της γαλούχησης του βρέφους, το απόκομμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποθηλασμοῦ — ἀποθηλασμός sucking masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποθηλασμόν — ἀποθηλασμός sucking masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”